ΧΤΙΣΜΕΝΗ ΑΓΚΑΛΙΑ
Είσοδος κάστρου Μονεμβασιάς
Κάθε παρέμβαση στο δημόσιο χώρο ενέχει μεγάλη ευθύνη για τους υπευθύνους διότι αποτελεί χειρονομία που αγγίζει την εμπειρία του χώρου μεγάλου αριθμού ανθρώπων και συνεισφέρει (ή όχι) στην καλλιέργεια συλλογικής συνείδησης. Όταν μας ζητήθηκε να διατυπώσουμε προτάσεις για την ανάπλαση της εισόδου στο Κάστρο της Μονεμβασιάς, ένα έργο που θεωρήθηκε αρχικά περιορισμένης εμβέλειας και κυκλοφοριακού πρωτευόντως ενδιαφέροντος, αναλάβαμε την πρόκληση με πλήρη συναίσθηση της βαρύτητάς της. Πρώτο μέλημα ήταν να επεκταθεί το πρόγραμμα της ανάπλασης ώστε να συμπεριλάβει τόσο λειτουργικά αιτήματα (κυκλοφορία, στάθμευση, σήμανση, στάση, απορρίματα) όσο και αισθητηριακά (εμπειρία προσέγγισης και εισόδου στο κάστρο, υφές υλικών, θερμική άνεση, σχέση με τη θέα και τον άνεμο). Χρειάστηκαν μέρες και ώρες μελέτης, αναζητήσεων και ένθερμων συζητήσεων, μέχρι να διατυπωθούν τα σωστά ερωτήματα σε σχέση με το μέλλον του άμορφου και αμήχανου αυτού χώρου που υποδέχεται καθημερινά χιλιάδες τουριστών και εξυπηρετεί εκατοντάδες κατοίκων:
- Ποιά η μορφή ενός σύγχρονου μνημείου που έρχεται σε επαφή και συνομιλία με ένα μεσαιωνικό κάστρο, χωρίς να το ανταγωνίζεται, εκφράζοντας παράλληλα την εποχή του;
- Τι καθιστά ένα δημόσιο χώρο – πέρασμα κατοικήσιμο και θελκτικό και πώς κανείς μπορεί να του εμφυσήσει μιά ποιητική διάσταση;
- Πώς αποτρέπει κανείς τη στάθμευση οχημάτων χωρίς την προσφυγή σε εμπόδια, ταμπέλες και αλυσίδες;
Ο ευρύτερος στόχος της πρότασης είναι να ενδυναμώσει τη μυσταγωγική εμπειρία της άφιξης στο κάστρο και της μοναδικής συνύπαρξης του μνημείου με το υπέροχο λακωνικό φυσικό τοπίο. Η επέμβαση δεν τραβά το βλέμμα, αντίθετα το κατευθύνει στους πραγματικούς πρωταγωνιστές, είναι απογυμνωμένη από περιτές χρήσεις και εξεζητημένο σχεδιασμό. Πρωταρχική χειρονομία αποτελεί η χάραξη μιάς πολυγωνικής πλατείας (κατά τα πρότυπα της ρωμαϊκής piazza) η οποία διαφοροποιείται από το δρόμο προσέλευσης στην πύλη σε κλίση και υλικό και αφιερώνεται στην ανθρώπινη δράση και συνάντηση. Η πλατεία με τη διαμόρφωσή της αποτρέπει την ισχυρή παρουσία οχημάτων στην πύλη, ενισχύοντας την παρουσία των πεζών και δημιουργώντας έναν ευχάριστο χώρο υποδοχής, στάσης και πληροφόρησης. Οριοθετείται από την πλευρά του βράχου από ένα γλυπτό, πολυγωνικό, επικλινές τοιχείο με πολλαπλές χρήσεις (καθιστικό, ανακλαστική επιφάνεια για τη διάχυτη φασαρία των αυτοκινήτων, προστασία από τις κατολισθήσεις, απόκρυψη απορριμάτων). Έχει προβλεφθεί ηχητική εγκατάσταση, όπου η κυκλοφορία του αέρα μέσα σε κοιλότητες εντός του τοιχείου θα δημιουργεί αρμονικούς φυσικούς ήχους ήπιας έντασης. Από την πλευρά της θάλασσας ξανασχεδιάζεται η στάση του λεωφορείου ως ελαφρά υπερυψωμένο belvedere. Η υλικότητα του έργου είναι σίγουρα ένα από τα σημαντικότερα στοιχεία της πρότασης. Κατόπιν εκτενούς έρευνας στην οποία εξετάστηκαν τα ενδεχόμενα της χρήσης πέτρας, σοβά, κουρασανίου, σκυροδέματος και πωρόλιθου επιλέχθηκε το χειροποίητο τούβλο με βάση πολλαπλά κριτήρια: Είναι διαχρονικό υλικό, γνώριμο στην οικοδομική παράδοση της Μονεμβασιάς αλλά και με ευρεία παρουσία στη σύγχρονη αρχιτεκτονική. Παρουσιάζει ανθεκτικότητα στο χρόνο και τις καιρικές συνθήκες και ευελιξία στον τρόπο κτισίματος ενώ παράγεται σε ποικιλία χρωμάτων, σχημάτων και μεγεθών που γεννούν ευκαιρίες για ενδιαφέρουσες κατασκευαστικές λεπτομέρειες κι επιτρέπουν την χρωματική ομοιότητα της πρότασης με τα παρακείμενα τείχη και το βράχο.