ΤΟ ΔΕΡΜΑ ΠΟΥ ΚΑΤΟΙΚΩ
Διαμέρισμα, Αθήνα
Στο διαμέρισμα αυτό όλα ήταν λάθος: ήταν μικρό, σε εγκατάλειψη, χωρίς θέα και φυγές, με διαρρύθμιση που φάνταζε αδύνατο να φιλοξενήσει μία ευχάριστη κατοικία. Γρήγορα καταλάβαμε ότι έπρεπε να σβήσουμε με τρόπο δραστικό κάθε χαρακτηριστικό του χώρου αυτού: Να του «φορέσουμε» παντού ένα δέρμα που θα κάλυπτε οροφή, τοίχους και δάπεδα και ταυτόχρονα θα έκρυβε τα νέα του όργανα, κουζίνα, κρεβάτι, αποθηκευτικούς χώρους. Να τον ξανασχεδιάσουμε σαν το εσωτερικό ενός οργανισμού, όπου οι διαφορετικές υφές, τα χρώματα και ο φωτισμός λειτουργούν μαζί για να του προσδώσουν έντονη ζωτικότητα και ταυτόχρονα χαλαρωτική εσωστρέφεια. Τα τοιχώματα, οριζόντια, κάθετα ή πλάγια, αρχίζουν να προεξέχουν ανάλογα με το μέγεθος και το είδος των νέων χρήσεων που παραλαμβάνουν. Οι νέοι όγκοι δημιουργούνται οργανικά, είναι αφαιρετικοί και δεν αποκαλύπτουν τη λειτουργία τους: ύπνος, μαγείρεμα, πλύσιμο ρούχων, μπάνιο, φωτισμός. Οι επιφάνειες άλλοτε είναι στιλπνές και άλλοτε αδρές, άλλοτε απαλές και άλλοτε ψυχρές, πάντα όμως προσκαλούν το άγγιγμα. Οι αποχρώσεις των στιβάδων του δέρματος από τις πιο ανοιχτόχρωμες στις πιο σκούρες εμφανίζονται σε κάθε υλικό: Στις πορώδεις φυσικές βαφές, τις τσιμεντοκονίες, τα αλουμίνια, τα πλακάκια, τα μάρμαρα με τις αρτηρίες και τις φλέβες τους, τα ξύλινα δάπεδα, τις τεχνοτροπίες, τα βελούδινα υφάσματα. Μόνη αντίστιξη στη χρωματική παλέτα αποτελούν κόκκινοι σωλήνες που εμφανίζονται με διάφορες μορφές και σε διάφορα σημεία του χώρου.
Αν η επιτυχία ενός πλαστικού χειρουργού έγκειται στον να μοιάζει σαν να μην έγινε καμία παρέμβαση, η επιτυχία του αρχιτέκτονα στο έργο αυτό είναι το ακριβώς αντίθετο: Η κατοικία με το νέο της δέρμα είναι πια αγνώριστη.
*Το έργο έχει δανειστεί το όνομά του από την ομώνυμη ταινία του Pedro Almodovar «La piel que habito» του 2011.